- ἀνακοπήν
- ἀνακοπήresistancefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδομώ — έω, Α [πρόδομος] οικοδομώ, κτίζω κάτι μπροστά από κάτι άλλο («τὸ τεῑχος ἐπὶ διακοσίους πόδας ηὐρήνετο, ὧν οἱ μἐν ἑκατὸν προυδεδόμηντο πρὸς τὴν ἀνακοπὴν τοῡ κύματος», Ιώσ.) … Dictionary of Greek